- τελεσίγονος
- -ον, Ααμάρτυρος τ. τού επικ. τ. τελεσσίγονος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελεσσίγονος — και επικ. τ. τελεσίγονος, ον, Α 1. αυτός που γεννάει την κατάλληλη εποχή ή αυτός που παράγει ώριμους καρπούς 2. ο εντελώς ώριμος («τελεσσίγονοι καρποί», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ τού τέλος* + γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek